- τελεσιουργός
- [тэлэсиургос] επ. действенный, эффективный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τελεσιουργός — completing a work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσιουργός — όν, Ν. αυτός που ολοκληρώνει ένα έργο, αποτελεσματικός, τελεσφόρος αρχ. 1. αυτός που προσδίδει τελειότητα σε κάτι 2. προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. γενεσι ουργός] … Dictionary of Greek
τελεσιουργοί — τελεσιουργός completing a work masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσιουργούς — τελεσιουργός completing a work masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσιουργῷ — τελεσιουργός completing a work masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσιουργόν — τελεσιουργός completing a work masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
τελέσεργος — ὁ, Α τελεσιουργός* («Διὸς τελεσέργου», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού σιγμόληκτου ουδ. τέλος + εργος (< ἔργον*), πρβλ. φίλεργος] … Dictionary of Greek
τελεσιουργία — ἡ, Α [τελεσιουργός] 1. συμπλήρωση, ολοκλήρωση έργου 2. ενέργεια σύμφωνη με το λατρευτικό τυπικό 3. (αριθμ.) ο σχηματισμός τέλειου αριθμού … Dictionary of Greek
τελεσιουργώ — έω, ΜΑ [τελεσιουργός] 1. γεννώ τέλειο νεογνό, με κανονική συμπλήρωση τού χρόνου τής κυοφορίας 2. αποτελειώνω, ολοκληρώνω 3. καθιστώ αποτελεσματικό κάτι 4. τελώ θυσία, λατρεία, τελετή (αρχ) μέσ. τελεσιουργοῡμαι, έομαι συντελούμαι, ολοκληρώνομαι … Dictionary of Greek